ἄλλο

ἄλλο
ἄλλο τι,
A anything else, in interrog. sentences, mostly foll. by ἤ, ἤ σοι ἄλλο τι φαίνεται . . ἢ λόγος; Pl.Phdr.258a, cf. Phd.64c:—hence freq. (esp. in Pl.) elliptical, implying an affirm. answer, ἄλλο τι ἢ πεινήσουσι; (i.e. ἄλλο τι πείσονται ἢ πεινήσουσι;) will they not be starved? Hdt.2.14, cf.1.109; ἄλλο τι ἢ ἠρέμα ἐπανασκεψόμεθα; shall we not calmly reconsider? (i.e. let us do so) Pl.Tht.154e, cf. Phd. 70c, Men.82d, Grg.481c, etc.; ἄλλο τι ἢ καταγελῴης ἄν; Id.Alc.1.116d:— with other words interposed,

σκόπει εἰ ἄλλο τι λέγεις ἢ τόδε Id.Smp.200d

, cf. Phd.106a, Sph.228a, etc.:—ἄλλοτιπλήν . . ; Id.Sph. 228a:—but often ἄλλο τι with or without οὖν stands alone, ἄλλο τι οὖν . . ἔλεγες; did not you say? Id.Grg.495c, cf. 470b, Phd.79b, Tht. 165e, R.337c, etc.
2 rarely without a question,

ἀπόγνοια τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) …   Dictionary of Greek

  • ἄλλο — ἄλλος y neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder …   Deutsch Wikipedia

  • Μετάβασις εις άλλο γένος —         (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • κἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”